ζιγκίβερη

ζιγκίβερη
(zingiberis). Γένος φυτών της οικογένειας των σκιταμνοειδών. Το γνωστότερο είδος είναι η ζ. η φαρμακευτική, που διακρίνεται για τα παχιά της ριζώματα και τα δύο είδη βλαστών: τους άγονους, τα φύλλα των οποίων είναι λογχοειδή, και τους γόνιμους, που καταλήγουν σε ανθοφόρο στάχυ. Κάθε άνθος αποτελείται από συσσέπαλο κάλυκα, που έχει ανοιχτό πράσινο χρώμα και από μια στεφάνη, που χωρίζεται σε τρία πορτοκαλόχρωμα μέρη. Η ζ. η φαρμακευτική ευδοκιμεί στις Ινδίες, στη Μαλαισία, στα νησιά του Ειρηνικού ωκεανού και σε πολλές χώρες της Αμερικής. Από τη ρίζα της ζ. παρασκευάζεται ένα είδος μπίρας που ονομάζεται κοινώς τσιτσιμπίρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαχαρικά — Γενικός όρος, με τον οποίο αναφέρονται διάφορα αρωματικά μαγειρικά αρτύματα, όπως η κανέλα, το πιπέρι, η ζιγκίβερη, η ζαφορά, το μοσχοκάρυδο, το γαρίφαλο κ.ά. Πρόκειται για διάφορα μέρη φυτών: φλοιοί, ριζώματα, ρίζες, σπόροι, καρποί, οφθαλμοί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”